- χραινούσης
- χραίνωtouch slightlypres part act fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χραίνω — ΜΑ μιαίνω, μολύνω, κυρίως από ηθική άποψη («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν χραίνω», Σοφ.) αρχ. 1. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου 2. χρωματίζω («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.) 3. αλείφω, επαλείφω («τῷ μὲν… … Dictionary of Greek